- διοικητής
- οαυτός που ενεργεί τη διεύθυνση κάποιας αρχής ή οργάνωσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διοικητής — administrator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητής — ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ] αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσία νεοελλ. 1. «γενικός διοικητής» αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση 2. «στρατιωτικός διοικητής» εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από… … Dictionary of Greek
Διοικητής, Κωνσταντίνος — (18ος αι.). Λόγιος. Με εντολή του ηγεμόνα της Βλαχίας, Στεφάνου Καντακουζηνού, παρακολούθησε προσωπικά την τουρκική εκστρατεία για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος στην Πελοπόννησο. Για την εκστρατεία αυτή έγραψε ένα αξιόλογο χρονικό στη … Dictionary of Greek
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek
Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλης, Μιχαήλ — Διοικητής της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στη Νίζνα της Ρωσίας από Έλληνες γονείς. Όταν ο Δ. Υψηλάντης έδωσε εντολή στον Αλέξανδρο Κατακουζηνό να παραλάβει με άλλους αξιωματικούς το φρούριο της Μονεμβασιάς, τον συνόδευσε και ο Α. Ο … Dictionary of Greek
διοικηταῖς — διοικητής administrator masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικηταί — διοικητής administrator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητοῦ — διοικητής administrator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητῇ — διοικητής administrator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητήν — διοικητής administrator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)